παρεγχυματικός

παρεγχυματικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο παρέγχυμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεγχυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρέγχυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέγχυμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

  • φελλόδερμα — το, Ν βοτ. απλός παρεγχυματικός ιστός τού περιδέρματος που παράγεται από το φελλογόνο κάμβιο προς την εσωτερική πλευρά του, ενώ προς την εξωτερική παράγεται ο φελλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phelloderm < φελλός + δέρμα] …   Dictionary of Greek

  • χλωρέγχυμα — Φυτικός ιστός που έχει ως κύριο έργο τη φωτοσύνθεση. Συγκροτείται από ζωντανά κύτταρα, πλούσια σε χλωροπλάστες με πρωτογενή και λεπτά συνήθως κυτταρικά τοιχώματα. Συναντάται κυρίως στα φύλλα (μεσόφυλλο) αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο φωτοσυνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”